- ισοδύναμο δόσης
- Όρος της ραδιοβιολογίας, που αναφέρεται στις βιολογικές επιπτώσεις που έχει μία ποσότητα ακτινοβολίας που έχει απορροφηθεί από έναν ιστό ή έναν οργανισμό. Κανονικά, οι επιπτώσεις αυτές έχουν ποιοτικό βιοχημικό ή γενετικό χαρακτήρα, που όμως δεν είναι εύκολο να υπολογιστεί με ακρίβεια. Έτσι, αναγκαστικά, χρησιμοποιείται μία ποσοτική έκφραση που αντιπροσωπεύει το γινόμενο της δόσης που απορροφήθηκε επί τον συντελεστή ποιότητας της ακτινοβολίας και μετράται σε rem (roentgen equivalent man). Η χρήση του συντελεστή ποιότητας είναι αναγκαία, γιατί δεν έχουν όλες οι ακτινοβολίες το ίδιο βιολογικό αποτέλεσμα.
Dictionary of Greek. 2013.